- ὀξυμυρσίνη
- ὀξῠ-μυρσίνη, ἡ,A = κεντρομυρσίνη, butcher's broom, Ruscus aculeatus, Dsc.4.144, cf. 1.11, Androm. ap. Gal.13.842, Gal.6.643 ; also called χαμαιμυρσίνη, Plin.HN15.27, 23.165.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὀξυμυρσίνη — butcher s broom fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυμυρσίνῃ — ὀξυμυρσίνη butcher s broom fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξυμυρσίνη — η (Α ὀξυμυρσίνη) βοτ. φυτό που, κατά τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια λειριίδες και είναι γνωστό σήμερα με την κοινή ονομασία λαγομηλιά … Dictionary of Greek
ὀξυμυρσίνην — ὀξυμυρσίνη butcher s broom fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυμυρσίνης — ὀξυμυρσίνη butcher s broom fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξυμύρσινος — ὀξυμύρσινος, ον (Μ) [οξυμυρσίνη] (σχετικά με λάδι) παρασκευασμένος από το φυτό οξυμυρσίνη … Dictionary of Greek
κεντρομυρσίνη — κεντρομυρσίνη, ἡ (Α) η άγρια μυρσίνη, αλλ. οξυμυρσίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον «αγκάθι» + μυρσίνη] … Dictionary of Greek
μερσίνη — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 19 κάτ.) της Δονούσας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Δονούσης του νομού Κυκλάδων. * * * και μερσινιά, η 1. κοινή ονομασία τού θαμνώδους και αρωματικού φυτού… … Dictionary of Greek
μυρσίνη — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 330 μ., κάτ. 193 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σητείας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 370 μ., 53 κάτ.) της Τήνου. Υπάγεται διοικητικά στον … Dictionary of Greek
οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… … Dictionary of Greek
ρουσκοκούκκι — το, Ν βοτ. κοινή ονομασία γένους φυτών, που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία οξυμυρσίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρούσκος (< λατ. ruscus, i) + κουκκί] … Dictionary of Greek